μυθογραφίᾳ

μυθογραφίᾳ
μῡθογραφίαι , μυθογραφία
writing of fables
fem nom/voc pl
μῡθογραφίᾱͅ , μυθογραφία
writing of fables
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυθογραφία — μῡθογραφίᾱ , μυθογραφία writing of fables fem nom/voc/acc dual μῡθογραφίᾱ , μυθογραφία writing of fables fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθογραφία — Αρχαίο λόγιο φιλολογικό είδος, το οποίο ασχολείται με τους μύθους και αναπτύχθηκε στην ελληνιστική εποχή για φιλολογικούς σκοπούς. Η μ. διακρίνεται από τη λογοτεχνία και την ποίηση μυθολογικού περιεχομένου, από τα φιλοσοφικά και θεολογικά έργα… …   Dictionary of Greek

  • μυθογραφία — η 1. η συγγραφή μύθων, η μυθοπλασία. 2. η συλλογή και επιστημονική έρευνα των μύθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Mythography — L Apothéose d Homère from Dominique Ingres, 1827 A mythographer, or a mythologist is a compiler of myths. The word derives from the Greek μυθογραφία (mythografia), writing of fables ,[1] from μῦ …   Wikipedia

  • μυθογραφίας — μῡθογραφίᾱς , μυθογραφία writing of fables fem acc pl μῡθογραφίᾱς , μυθογραφία writing of fables fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mythographe — Au sens strict, un mythographe est celui qui compile et étudie les mythes. Le mot vient du grec μυθογραφία mythografia, « écriture de fables » (deμύθος mythos, « parole, mot, fait, histoire, narration » et γράφω graphō,… …   Wikipédia en Français

  • Mythographie — Mythographe Au sens strict, un mythographe est celui qui compile et étudie les mythes. Le mot vient du grec μυθογραφία mythografia, « écriture de fables » ( deμύθος mythos, « parole, mot, fait, histoire, narration » et γράφω… …   Wikipédia en Français

  • Mythographique — Mythographe Au sens strict, un mythographe est celui qui compile et étudie les mythes. Le mot vient du grec μυθογραφία mythografia, « écriture de fables » ( deμύθος mythos, « parole, mot, fait, histoire, narration » et γράφω… …   Wikipédia en Français

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • μυθογραφικός — ή, ό [μυθογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυθογράφο ή στη μυθογραφία. επίρρ... μυθογραφικώς και ά με μυθογραφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”